- ἠπίστουν
- ἀπιστέωto beimperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)ἀπιστέωto beimperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάνυ — ΝΜΑ επίρρ. σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ («πάνυ πολλάς ψυχάς», Αισχύλ.) αρχ. 1. (με το ου) καθόλου, ουδαμώς («εὐφόρως δὲ οὐ πάνυ ἔχει», Ιπποκρ.) 2. (σε αποκρίσεις ως ισχυρό βεβαιωτικό) μάλιστα, βεβαιότατα 3. (με άρθρο) ὁ πάνυ ο περίφημος, ο… … Dictionary of Greek